- εὐσχημοσύνην
- εὐσχημοσύνηgracefulnessfem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνδιαφυλάσσω — ΜΑ, και αττ. τ. συνδιαφυλάττω Α διαφυλάσσω κάτι από κοινού με άλλον, βοηθώ και εγώ επίσης στη διατήρηση ή στη διαφύλαξη ενός πράγματος («ἀλλήλοις τὴν ἐλευθερίαν συνδιαφυλάξαι», επιγρ.) αρχ. 1. φρουρώ μαζί με κάποιον, βοηθώ και εγώ στη φρούρηση… … Dictionary of Greek
συντεχνία — Εμπορική και βιοτεχνική ένωση του Μεσαίωνα, στην οποία ανήκαν όλοι όσοι ασκούσαν την ίδια οικονομική δραστηριότητα, με σκοπό την προάσπιση κοινών συμφερόντων. Οι σ. υπήρξαν ιδιαίτερα πολυάριθμες και ανθηρές μεταξύ 12ου και 14ου αι. Οι ρίζες των σ … Dictionary of Greek